- νόσσαξ
- νόσσαξ, ακος, ὁ, ([etym.] νοσσός)A chick, cockerel, Dsc.2.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόσσαξ — νόσσαξ, ακος, ὁ (Α) νεοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός, τ. τού νεοσσός* με υφαίρεση (σίγηση τού ε πρό τού ο ) + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
νόσσακος — νόσσαξ chick masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσσάκιον — νοσσάκιον, τὸ (Α) [νόσσαξ] υποκορ. τού νόσσαξ* … Dictionary of Greek